Brennpunkt στα ελληνικά

Μετάφραση: brennpunkt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
Brennpunkt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brennofen στα ελληνικά - καμίνι, κλίβανο, κλιβάνου, καμίνου, κάμινο
  • brennplatte στα ελληνικά - ρόπαλο, νυχτερίδα, κάψιμο, καύση, καύσης, την καύση, καψίματος
  • brennstoff στα ελληνικά - καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
  • brennstoffe στα ελληνικά - καύσιμα, καυσίμων, τα καύσιμα, καύσιμα που, των καυσίμων
Τυχαίες λέξεις
Brennpunkt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης