Dichtheit στα ελληνικά
Μετάφραση: dichtheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνότητα, σφίξιμο, στεγανότητα, στεγανότητας, σφίξιμο στο, στενότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dichtet στα ελληνικά - σφραγίδες, σφραγίδων, φώκιες, σφραγίσεις, τσιμούχες
- dichtete στα ελληνικά - έγραψε, έγραψε τις, έγραψαν, έγραφε, έγραψα
- dichtigkeit στα ελληνικά - σφίξιμο, στεγανότητα, στεγανότητας, σφίξιμο στο, στενότητα
- dichtkunst στα ελληνικά - ποίηση, ποίησης, την ποίηση, η ποίηση, ποίησή
Τυχαίες λέξεις
Dichtheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνότητα, σφίξιμο, στεγανότητα, στεγανότητας, σφίξιμο στο, στενότητα
Μεταφράσεις: πυκνότητα, σφίξιμο, στεγανότητα, στεγανότητας, σφίξιμο στο, στενότητα