Durch στα ελληνικά

Μετάφραση: durch, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθε, διαμέσου, ανά, με, από, κατά, από την, του
Durch στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dupliziert στα ελληνικά - διπλές, αντιγραφεί, αναπαραχθεί, επαναλαμβάνονται, αναπαραχθούν
  • dur στα ελληνικά - ταγματάρχης, σημαντικός, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων
  • durchaus στα ελληνικά - αρκετά, εντελώς, τελείως, απολύτως, πολύ, είναι αρκετά
  • durchbiegung στα ελληνικά - εκτροπή, εκτροπής, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, απόκλιση
Τυχαίες λέξεις
Durch στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθε, διαμέσου, ανά, με, από, κατά, από την, του