Einkünfte στα ελληνικά
Μετάφραση: einkünfte, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδοχές, εισόδημα, απολαβές, απολαβή, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anlauf στα ελληνικά - αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης
- ansprechbar στα ελληνικά - ανταποκρινόμενος, ανταποκρίνεται, ανταποκρίνονται, απόκριση, αποκρίνεται, να ανταποκρίνεται
- begabte στα ελληνικά - προικισμένος, ταλαντούχος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Τυχαίες λέξεις
Einkünfte στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδοχές, εισόδημα, απολαβές, απολαβή, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Μεταφράσεις: αποδοχές, εισόδημα, απολαβές, απολαβή, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων