Emanzipation στα ελληνικά
Μετάφραση: emanzipation, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειραφέτηση, χειραφέτησης, απελευθέρωση, τη χειραφέτηση, χειραφέτησή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angefangen στα ελληνικά - ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
- aromastoff στα ελληνικά - άρτυμα, γεύση, άρωμα, γεύσης, αρώματος, τη γεύση
- atomreaktor στα ελληνικά - στοιβάδα, στοίβα, στοιβάζω, σωρός, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνικό αντιδραστήρα, πυρηνικού αντιδραστήρα, ...
- bemühen στα ελληνικά - πασχίζω, προσπάθεια, προσπαθούν, προσπαθήσουν, προσπαθήσει, προσπαθεί, επιδιώκουν
Τυχαίες λέξεις
Emanzipation στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειραφέτηση, χειραφέτησης, απελευθέρωση, τη χειραφέτηση, χειραφέτησή
Μεταφράσεις: χειραφέτηση, χειραφέτησης, απελευθέρωση, τη χειραφέτηση, χειραφέτησή