Entdeckung στα ελληνικά
Μετάφραση: entdeckung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακάλυψη, ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abrufbereit στα ελληνικά - για την πρόσκληση, εφημερίας, σε εφημερία, με κλήση, κατόπιν κλήσης
- anhang στα ελληνικά - συμπληρώνω, προγραμματίζω, πρόγραμμα, προσάρτημα, πρόσφυμα, συμπλήρωμα, παράρτημα, ...
- ansätze στα ελληνικά - προσεγγίσεις, προσεγγίσεων, προσεγγίσεις για, προσεγγίσεις που, προσέγγιση
- betrogen στα ελληνικά - εξαπατημένοι, εξαπάτησε, εξαπατηθεί, πέσουν θύματα απάτης, εξαπατήσει
Τυχαίες λέξεις
Entdeckung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακάλυψη, ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Μεταφράσεις: ανακάλυψη, ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη