Erwerbsunfähigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: erwerbsunfähigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανικανότητα, αναπηρία, ανικανότητας, ανικανότητος, της ανικανότητας, η ανικανότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angefleht στα ελληνικά - παρακαλούσε, παρακαλούσαν, ικέτευαν, besought, παρακάλεσα
- angetreten στα ελληνικά - ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
- anlässe στα ελληνικά - φορές, περιπτώσεις, περιστάσεις, ευκαιρίες
- beschaffung στα ελληνικά - προμήθεια, συμβάσεις, συμβάσεων, προμηθειών, προμήθειες
Τυχαίες λέξεις
Erwerbsunfähigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανικανότητα, αναπηρία, ανικανότητας, ανικανότητος, της ανικανότητας, η ανικανότητα
Μεταφράσεις: ανικανότητα, αναπηρία, ανικανότητας, ανικανότητος, της ανικανότητας, η ανικανότητα