Erzeugen στα ελληνικά

Μετάφραση: erzeugen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννοβολώ, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, οικοδομώ, δημιουργώ, κατασκευάζω, προσκομίζω, παράγω, γεννώ, χτίζω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Erzeugen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antikörper στα ελληνικά - αντίσωμα, αντισώματος, αντισωμάτων, αντισώμα, αντισώματα
  • austauschend στα ελληνικά - ανταλλαγή, την ανταλλαγή, ανταλλάσσοντας, ανταλλαγής, ανταλλάσσουν
  • bekümmerte στα ελληνικά - θλιμμένοι, θρηνούν, λυπήθηκε, θρηνούσαν, grieved
  • chronist στα ελληνικά - χρονικογράφος, χρονογράφος
Τυχαίες λέξεις
Erzeugen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννοβολώ, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, οικοδομώ, δημιουργώ, κατασκευάζω, προσκομίζω, παράγω, γεννώ, χτίζω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί