Eskalation στα ελληνικά
Μετάφραση: eskalation, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμάκωση, κλιμάκωσης, την κλιμάκωση, κλιμάκωση της, η κλιμάκωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aussparung στα ελληνικά - σηκός, εσοχή, εσοχής, υποδοχή, εγκοπή, κοιλότητα
- ballett στα ελληνικά - μπαλέτο, μπαλέτου, Σχολές Μπαλέτου, Ballet, το μπαλέτο
- bazille στα ελληνικά - βακτήριο, Bazille, Μπαζίλ
- durchdringt στα ελληνικά - διεισδύει, διαπερνά, εισχωρεί, εισχωρεί το
Τυχαίες λέξεις
Eskalation στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, κλιμάκωσης, την κλιμάκωση, κλιμάκωση της, η κλιμάκωση
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, κλιμάκωσης, την κλιμάκωση, κλιμάκωση της, η κλιμάκωση