Fertigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: fertigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διενέργεια, ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, απόκτηση, επιτηδειότητα, φιλοτεχνία, απόκτημα, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgeworfen στα ελληνικά - έπεσε, μειώθηκε, μειώθηκαν, πέσει, μειωθεί
- ausdrucksweisen στα ελληνικά - έκφραση, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, η έκφραση
- ausgewichen στα ελληνικά - απέφυγε, διαφυγόντες, διαφυγόντων, διαφύγει, παρακαμφθεί
- begießen στα ελληνικά - ποτίζω, ύδωρ, νερό, αρδεύω, τρυπώνω, βελονιάζω, ραβδίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Fertigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διενέργεια, ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, απόκτηση, επιτηδειότητα, φιλοτεχνία, απόκτημα, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Μεταφράσεις: διενέργεια, ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, απόκτηση, επιτηδειότητα, φιλοτεχνία, απόκτημα, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων