Freiwillig στα ελληνικά

Μετάφραση: freiwillig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εθελοντικά, εθελοντικός, εκουσίως, εκούσια, οικειοθελώς, εθελοντική
Freiwillig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ahnte στα ελληνικά - υποψία, ύποπτο, υπόνοιες, ύποπτα, υποψίες
  • anregend στα ελληνικά - συναρπαστικός, τόνωση, τόνωση της, την τόνωση της, την τόνωση, διέγερσης
  • aue στα ελληνικά - υδρομέλι, βοσκότοπος, Aue, Άουε
  • chlorierung στα ελληνικά - χλωρίωση, χλωρίωσης, χλωριώσεως, η χλωρίωση, τη χλωρίωση
Τυχαίες λέξεις
Freiwillig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εθελοντικά, εθελοντικός, εκουσίως, εκούσια, οικειοθελώς, εθελοντική