Gewissenhaft στα ελληνικά

Μετάφραση: gewissenhaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεκριμένος, ακριβής, θρησκευόμενος, θρησκευτικός, θρήσκος, ακριβολόγος, πιστός, ευσυνείδητος, συνείδησης, συνειδήσεως, ευσυνείδητη, ευσυνείδητοι
Gewissenhaft στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abwasserschlamm στα ελληνικά - βόρβορος, λυματολάσπης, λυματολάσπη, ιλύος, ιλύος καθαρισμού λυμάτων, της ιλύος καθαρισμού λυμάτων
  • anachronistisch στα ελληνικά - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
  • beschaute στα ελληνικά - κοίταξε, gazed, κοίταξα, ατένιζαν, κοίταζε
  • bissigkeit στα ελληνικά - πικρία, δριμύτητα, οξύτητα, την πικρία, βιαιότητας
Τυχαίες λέξεις
Gewissenhaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, ακριβής, θρησκευόμενος, θρησκευτικός, θρήσκος, ακριβολόγος, πιστός, ευσυνείδητος, συνείδησης, συνειδήσεως, ευσυνείδητη, ευσυνείδητοι