Θρησκευτικός στα γερμανικά
Μετάφραση: θρησκευτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
religiös, gläubig, gewissenhaft, fromm, religiösen, religiöse, Religions
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρησκευτικός
θρησκευτικός τουρισμός ορισμός, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, θρησκευτικός ρατσισμός, θρησκευτικός ουμανισμός, θρησκευτικός γάμος, θρησκευτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, θρησκευτικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- θρηνώ στα γερμανικά - betrüben, kümmern, elegie, beklagen, klage, bereuen, verdrießen, ...
- θρησκεία στα γερμανικά - religion, glaube, Religion, Religions, der Religion, die Religion
- θρησκευόμενος στα γερμανικά - fromm, religiös, gewissenhaft, gläubig, religiösen, religiöse, Religions
- θριαμβευτικά στα γερμανικά - triumphierend, erfolgreiche, jubelnd, jubilantly, Jubel, jubilierend, frohlockend
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: religiös, gläubig, gewissenhaft, fromm, religiösen, religiöse, Religions
Μεταφράσεις: religiös, gläubig, gewissenhaft, fromm, religiösen, religiöse, Religions