Hain στα ελληνικά

Μετάφραση: hain, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλσος, Grove, ελαιώνα, δάσος, άλσους
Hain στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alterung στα ελληνικά - γήρανση, γηράσκων, γήρανσης, γήρανση του, γήρανσης του
  • anlagen στα ελληνικά - εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, παροχές, διευκολύνσεις, τις εγκαταστάσεις
  • beseitigen στα ελληνικά - αποσύρω, υπαναχωρώ, υπαναχωρώ., μετακομίζω, παίρνω, αφαίρεση, αφαιρέστε, ...
  • büchermappe στα ελληνικά - χαρτοφύλακας, βιβλίο, το βιβλίο, βιβλίου, βιβλίων, λογιστική
Τυχαίες λέξεις
Hain στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλσος, Grove, ελαιώνα, δάσος, άλσους