Halunke στα ελληνικά
Μετάφραση: halunke, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλιάνθρωπος, αχρείος, κάθαρμα, αχρείων, καθάρματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alterungsbeständigkeit στα ελληνικά - αντοχή στη γήρανση, αντοχής στη γήρανση, της αντοχής στη γήρανση, η αντοχή στη γήρανση
- angestimmt στα ελληνικά - τόνισε με έμφαση:, intoned, τόνισε με έμφαση, είπε η
- backe στα ελληνικά - θρασύτητα, θράσος, αναίδεια, μάγουλο, σαγόνι, γνάθου, σιαγόνα, ...
- bildseite στα ελληνικά - αντιμετωπίζω, κύρος, αντικρίζω, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Halunke στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλιάνθρωπος, αχρείος, κάθαρμα, αχρείων, καθάρματος
Μεταφράσεις: παλιάνθρωπος, αχρείος, κάθαρμα, αχρείων, καθάρματος