Invalidität στα ελληνικά

Μετάφραση: invalidität, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανικανότητα, αναπηρία, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας
Invalidität στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akten στα ελληνικά - αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, αρχεία που, των αρχείων
  • bestimmt στα ελληνικά - ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, σίγουρος, οριστικά, σίγουρα, βέβαιος, ...
  • betreiber στα ελληνικά - φορέας, χειριστής, επιχειρηματίας, διαχειριστής, φορέα, χειριστή
  • blutbefleckt στα ελληνικά - αιματηρός, αιματοβαμμένος, αιματοβαμμένη, αιματοβαμμένο, ματωμένο, αιματοβαμμένα
Τυχαίες λέξεις
Invalidität στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανικανότητα, αναπηρία, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας