Liebhaber στα ελληνικά

Μετάφραση: liebhaber, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενασχόληση, βεντάλια, δεντρογέρακας, χόμπι, ανεμιστήρας, εραστής, οπαδός, εραστή, τον εραστή, λάτρης, ερωμένη
Liebhaber στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abitur στα ελληνικά - αποφοίτηση από το λύκειο, βαθμολόγηση γυμνασίου, τη βαθμολόγηση γυμνασίου, λύκειο, από τη βαθμολόγηση γυμνασίου
  • aufgelistet στα ελληνικά - παρατίθενται, απαριθμούνται, αναφέρονται, που αναφέρονται, εισηγμένες
  • aufschlagend στα ελληνικά - μερίδα, επικάλυμμα, επικάλυψης, επικάλυψη, επίστρωση, υπέρθεση
  • beipflichtend στα ελληνικά - επιδοκιμαστικά, επιδοκιμασία, με επιδοκιμασία, επιδοκιμάζουν, επιδοκιμάζουν την
Τυχαίες λέξεις
Liebhaber στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενασχόληση, βεντάλια, δεντρογέρακας, χόμπι, ανεμιστήρας, εραστής, οπαδός, εραστή, τον εραστή, λάτρης, ερωμένη