Maßeinheit στα ελληνικά
Μετάφραση: maßeinheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονάδα, μέτρο, μετρώ, μονάδα μέτρησης, μονάδα μετρήσεως, μονάδα μέτρησης που, μονάδα μέτρησης η, μονάδας μέτρησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allzu στα ελληνικά - υπερβολικά, επίσης, πάρα πολύ, πολύ, πάρα
- altern στα ελληνικά - γήρανση, ώριμος, μεστός, ηλικία, μεστώνω, ωριμάζω, εποχή, ...
- apperzeption στα ελληνικά - συναίσθηση, apperception
- butler στα ελληνικά - μπάτλερ, Butler, οικονόμος, η Butler
Τυχαίες λέξεις
Maßeinheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονάδα, μέτρο, μετρώ, μονάδα μέτρησης, μονάδα μετρήσεως, μονάδα μέτρησης που, μονάδα μέτρησης η, μονάδας μέτρησης
Μεταφράσεις: μονάδα, μέτρο, μετρώ, μονάδα μέτρησης, μονάδα μετρήσεως, μονάδα μέτρησης που, μονάδα μέτρησης η, μονάδας μέτρησης