Melken στα ελληνικά
Μετάφραση: melken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμέγω, γάλα, γάλακτος, γαλακτοκομικών, το γάλα, του γάλακτος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbeitszimmer στα ελληνικά - σπουδές, γραφείο, μελέτη, σπουδάζω, μελέτης, σπουδών, έρευνα, ...
- barbar στα ελληνικά - άγριος, βάρβαρος, βαρβαρικές, βαρβάρων, βαρβαρικών, βάρβαρο
- bespritzten στα ελληνικά - πιτσιλίσει, splattered, πιτσιλίσει σε, πιτσιλιστεί, πιτσιλίσει το
Τυχαίες λέξεις
Melken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμέγω, γάλα, γάλακτος, γαλακτοκομικών, το γάλα, του γάλακτος
Μεταφράσεις: αρμέγω, γάλα, γάλακτος, γαλακτοκομικών, το γάλα, του γάλακτος