Nachträglich στα ελληνικά
Μετάφραση: nachträglich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσθετος, επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο
Μεταφράσεις
- ankünfte στα ελληνικά - αφίξεις, αφίξεων, οι αφίξεις, τις αφίξεις, παραλαβές
- belagerer στα ελληνικά - πολιορκητής, πολιορκητή, του πολιορκητή, πολιορκητικού
- beschuldigt στα ελληνικά - κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
- dornigkeit στα ελληνικά - ακανθώδες
Τυχαίες λέξεις
Nachträglich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσθετος, επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο
Μεταφράσεις: πρόσθετος, επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο