Operativ στα ελληνικά

Μετάφραση: operativ, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργικός, λειτουργική, γενεσιουργός, γενεσιουργό, λειτουργικές, λειτουργικό
Operativ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • andrer στα ελληνικά - άλλος, άλλες, άλλων, άλλα, των άλλων, των λοιπών
  • berauschend στα ελληνικά - μεθυστικός, μεθυστικό, μεθυστική, μεθυστικά, μεθυστικές
  • dilettant στα ελληνικά - ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
Τυχαίες λέξεις
Operativ στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργικός, λειτουργική, γενεσιουργός, γενεσιουργό, λειτουργικές, λειτουργικό