Praktisch στα ελληνικά

Μετάφραση: praktisch, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχεδόν, ουσιαστικά, πρακτικός, πρακτικά, πράξη, πρακτικώς
Praktisch στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abschaffend στα ελληνικά - κατάργηση, την κατάργηση, καταργώντας, κατάργηση των, η κατάργηση
  • aktualisiert στα ελληνικά - Ενημερώθηκε, Ενημέρωση, Updated, ενημερώνεται, ενημερωμένο
  • begründer στα ελληνικά - αρχάριος, ατζαμής, ιδρυτής, φουντάρω, πατέρας, ναυαγώ, ιδρυτή, ...
  • berufstätig στα ελληνικά - εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Τυχαίες λέξεις
Praktisch στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχεδόν, ουσιαστικά, πρακτικός, πρακτικά, πράξη, πρακτικώς