Salz στα ελληνικά
Μετάφραση: salz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abzehrung στα ελληνικά - ισχνότητα, ίσχνευση, ισχνότης, ισχνότητα-, emaciation
- achtungsvoll στα ελληνικά - σεβασμό, με σεβασμό, σέβεται, σέβονται, σεβασμού
- beweist στα ελληνικά - αποδεικνύει, αποδεικνύεται, αποδείξει, αποδειχθεί, αποδεικνύουν
- blechschmied στα ελληνικά - τενεκετζής, φαναρτζής, λευκοσιδηρουργού, λευκοσιδηρουργός, Βαφές
Τυχαίες λέξεις
Salz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Μεταφράσεις: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων