Selbstüberhebung στα ελληνικά
Μετάφραση: selbstüberhebung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαρση, αλαζονεία, αυτο-, μη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antiquität στα ελληνικά - αρχαιότητα, αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
- besteigt στα ελληνικά - βάσεις, αναρτήσεις, στηρίγματα, βάσεων, στηριγμάτων
- bäumen στα ελληνικά - ανατρέφω, πισινός, δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, τα δέντρα
- drastische στα ελληνικά - δραστικός, δραστική, δραστικές, δραστικά, δραστικών
Τυχαίες λέξεις
Selbstüberhebung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαρση, αλαζονεία, αυτο-, μη
Μεταφράσεις: έπαρση, αλαζονεία, αυτο-, μη