Sitzung στα ελληνικά

Μετάφραση: sitzung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμέτρηση, ώρα, καθιστικός, συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
Sitzung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • archivar στα ελληνικά - ληξίαρχος, αρχειοφύλακας, αρχειοφύλακα, αρχειοθέτης, αρχειοθέτη, αρχειονόμος
  • aßen στα ελληνικά - έφαγε, έτρωγαν, έφαγαν, έτρωγε, φάγαμε
  • chromosom στα ελληνικά - χρωμόσωμα, χρωμοσώματος, χρωμοσωμάτων, χρωμοσωμικές, του χρωμοσώματος
  • darlegend στα ελληνικά - εκθέτουν, οποία θέτει, οποία περιλαμβάνονται, οποία προσδιορίζει
Τυχαίες λέξεις
Sitzung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμέτρηση, ώρα, καθιστικός, συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία