Stütze στα ελληνικά

Μετάφραση: stütze, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθός, κολόνα, υποστήριγμα, αρωγή, στήριγμα, στήλη, στυλοβάτης, ησυχασμός, συμπαράσταση, ξεκουράζομαι, βοήθεια, υπόλοιπος, επικουρία, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Stütze στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufweichung στα ελληνικά - μαλάκωμα, μαλάκυνση, μαλακώματος, μαλακύνσεως, αποσκλήρυνσης
  • betrübnis στα ελληνικά - λύπη, θλίψη, θλίψης, τη θλίψη, λύπης
  • deckungszusage στα ελληνικά - παραδρομή, γλίστρημα, ολίσθημα, γλιστρώ, παραλληλισμού, συγκλίνων, σύμφωνες, ...
  • diagonalisierbar στα ελληνικά - diagonalizable
Τυχαίες λέξεις
Stütze στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθός, κολόνα, υποστήριγμα, αρωγή, στήριγμα, στήλη, στυλοβάτης, ησυχασμός, συμπαράσταση, ξεκουράζομαι, βοήθεια, υπόλοιπος, επικουρία, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη