Στυλοβάτης στα γερμανικά
Μετάφραση: στυλοβάτης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hauptstütze, pfeiler, propeller, stütze, ständer, säule, Hauptstütze, Stütze, Standbein, Bein
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυλοβάτης
στυλοβάτης στα αγγλικα, στυλοβάτης σημασια, στυλοβάτης ορισμός, στυλοβάτης wikipedia, στυλοβάτης συνώνυμο, στυλοβάτης λεξικό γλώσσας γερμανικά, στυλοβάτης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- στρώση στα γερμανικά - strich, auftrag, anstrich, überzug, beschichtung, auflage, belag, ...
- στυγνός στα γερμανικά - gefühlskalt, gefühllos, hart, brutal, brutalen, brutale, brutaler, ...
- στυλό στα γερμανικά - füller, zuchthaus, feder, pferch, Stift, Kugelschreiber, Feder, ...
- στυφός στα γερμανικά - törtchen, obsttörtchen, torte, obstkuchen, schlampe, hure, herb, ...
Τυχαίες λέξεις
Στυλοβάτης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: hauptstütze, pfeiler, propeller, stütze, ständer, säule, Hauptstütze, Stütze, Standbein, Bein
Μεταφράσεις: hauptstütze, pfeiler, propeller, stütze, ständer, säule, Hauptstütze, Stütze, Standbein, Bein