Stunde στα ελληνικά
Μετάφραση: stunde, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ώρα, ωρών, ώρας, ώρες, την ώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atomares στα ελληνικά - ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
- bewohnbar στα ελληνικά - κατοικήσιμος, Κατοικήσιμη, κατοικήσιμο, ενδιαιτήσεως, κατοικήσιμα
- deltaförmig στα ελληνικά - δελτοειδής, δελτοειδή, δελτοειδούς, δελτοειδούς μυός, δελτοειδή μυ
- diebische στα ελληνικά - σούφρωμα, κλοπή, thieving, κλοπές, κλέφτες
Τυχαίες λέξεις
Stunde στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ώρα, ωρών, ώρας, ώρες, την ώρα
Μεταφράσεις: ώρα, ωρών, ώρας, ώρες, την ώρα