Verteilen στα ελληνικά
Μετάφραση: verteilen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχοτομία, ιδιαίτερος, μοιράζω, διαιρώ, απονέμω, ξεχωριστός, χωριστός, επέκταση, απλώνω, παρατάσσω, φουντώνω, διαδίδω, μοίρα, διανέμω, χωρίζω, διχάζω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auktionshaus στα ελληνικά - Auktionshaus, επιχείρηση Auktionshaus
- bevorzugt στα ελληνικά - προτιμάται, προτιμώνται, προτιμούνται, προτίμησε, προτιμώμενη
- bürgertum στα ελληνικά - αστική τάξη, αστικής τάξης, μπουρζουαζία, μπουρζουαζίας, τάξη
- determinanten στα ελληνικά - καθοριστικούς παράγοντες, τους καθοριστικούς παράγοντες, καθοριστικών παραγόντων, καθοριστικούς παράγοντες της, καθοριστικούς παράγοντες για
Τυχαίες λέξεις
Verteilen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχοτομία, ιδιαίτερος, μοιράζω, διαιρώ, απονέμω, ξεχωριστός, χωριστός, επέκταση, απλώνω, παρατάσσω, φουντώνω, διαδίδω, μοίρα, διανέμω, χωρίζω, διχάζω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε
Μεταφράσεις: διχοτομία, ιδιαίτερος, μοιράζω, διαιρώ, απονέμω, ξεχωριστός, χωριστός, επέκταση, απλώνω, παρατάσσω, φουντώνω, διαδίδω, μοίρα, διανέμω, χωρίζω, διχάζω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε