Verurteilen στα ελληνικά

Μετάφραση: verurteilen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόταση, καταδίκη, καταδικάζω, ειμαρμένη, καταδικάζουμε, καταδικάζουν, καταδικάσουν, καταδικάσουμε
Verurteilen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ansammeln στα ελληνικά - περισυλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, συσσωρεύονται, ...
  • apparat στα ελληνικά - όργανο, τέχνασμα, μηχάνημα, συσκευή, εργαλείο, συσκευής, συσκευές, ...
  • beauftragter στα ελληνικά - ανέθεσε, ανατέθηκε, αναθέσει, ανατεθεί, που ανατέθηκε
  • debüt στα ελληνικά - είσοδος, λήμμα, καταχώρηση, εισαγωγή, ντεμπούτο, το ντεμπούτο, ντεμπούτο του
Τυχαίες λέξεις
Verurteilen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόταση, καταδίκη, καταδικάζω, ειμαρμένη, καταδικάζουμε, καταδικάζουν, καταδικάσουν, καταδικάσουμε