Vorbringen στα ελληνικά
Μετάφραση: vorbringen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αερισμός, κράτος, κρατίδιο, υποβάλει, προέβαλε, προβάλλει, προβάλει, προβάλλουν
Μεταφράσεις
- affig στα ελληνικά - χαζός, γελοίος, γελοίο, γελοία, γελοίες, γελοίοι
- attribut στα ελληνικά - κτήμα, αναπληρωτής, διάσταση, περιουσία, ακίνητο, συμπλήρωμα, ιδιότητα, ...
- außerbetriebnahme στα ελληνικά - εκτός από, εκτός, εξαίρεση, με εξαίρεση
- bibliotheksexperten στα ελληνικά - εμπειρογνώμονες, εμπειρογνωμόνων, ειδικοί, ειδικούς, ειδικών
Τυχαίες λέξεις
Vorbringen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αερισμός, κράτος, κρατίδιο, υποβάλει, προέβαλε, προβάλλει, προβάλει, προβάλλουν
Μεταφράσεις: αερισμός, κράτος, κρατίδιο, υποβάλει, προέβαλε, προβάλλει, προβάλει, προβάλλουν