Waffe στα ελληνικά
Μετάφραση: waffe, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλα, όπλου, όπλων, το όπλο
Μεταφράσεις
- ansiedeln στα ελληνικά - εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- aufgeregt στα ελληνικά - ενθουσιασμένοι, συγκινημένος, ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένος για
- aufrichtigkeit στα ελληνικά - ειλικρίνεια, την ειλικρίνεια, ειλικρίνειας, ειλικρίνειά, η ειλικρίνεια
- bandenmitglied στα ελληνικά - μέλος της μπάντας, μέλος του συγκροτήματος, τεμαχίου ταινίας, μέλος ζωνών, κατασκευαστικού τεμαχίου ταινίας
Τυχαίες λέξεις
Waffe στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλα, όπλου, όπλων, το όπλο
Μεταφράσεις: όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλα, όπλου, όπλων, το όπλο