Waffenlos στα ελληνικά
Μετάφραση: waffenlos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλης, άοπλη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ablaut στα ελληνικά - ετεροποίωση
- anger στα ελληνικά - κοινός, συνηθισμένος, πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου
- aufgeschoben στα ελληνικά - αναβάλλεται, αναβληθεί, αναβλήθηκε, αναβολή, ανέβαλε
- damenhaft στα ελληνικά - ευγενής, αξιοπρεπής
Τυχαίες λέξεις
Waffenlos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλης, άοπλη
Μεταφράσεις: άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλης, άοπλη