Αφοπλισμένος στα γερμανικά

Μετάφραση: αφοπλισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waffenlos, unbewaffnet, entwaffnet, entwaffnete, entwaffneten, entwaffnen, Entwaffnung
Αφοπλισμένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αφοπλισμένος

αφοπλισμένος ο αστυνομικός της γειτονιάς, αφοπλισμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αφοπλισμένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αφιλόξενος στα γερμανικά - unwirtlich, ungastlich, unwirtlichen, unwirtliche, ungastlichen
  • αφομοίωση στα γερμανικά - assimilation, aufnahme, angleichung, anpassung, Assimilation, Assimilations, Assimilierung, ...
  • αφοπλισμός στα γερμανικά - abrüstung, Abrüstung, Entwaffnung, Abrüstungs, der Abrüstung, die Abrüstung
  • αφορίζω στα γερμανικά - exkommunizieren, zu exkommunizieren, exkommuniziert, Exkommunikation
Τυχαίες λέξεις
Αφοπλισμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: waffenlos, unbewaffnet, entwaffnet, entwaffnete, entwaffneten, entwaffnen, Entwaffnung