Άοπλος στα γερμανικά

Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waffenlos, unbewaffnet, unbewaffnete, unbewaffneten, unbewaffneter, ohne Waffen
Άοπλος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άοπλος

άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας γερμανικά, άοπλος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • άξιος στα γερμανικά - wahlfähige, erhaben, auswählbare, verdienstlich, würdig, nobel, bieder, ...
  • άξονας στα γερμανικά - achse, strahl, schacht, schummeln, radachse, welle, stiel, ...
  • άπατος στα γερμανικά - short, shortchange
  • άπαχος στα γερμανικά - mager, hager, knapp, schlank, lehnen, schlanke, mageres
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: waffenlos, unbewaffnet, unbewaffnete, unbewaffneten, unbewaffneter, ohne Waffen