Warendepot στα ελληνικά
Μετάφραση: warendepot, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθήκη, ήταν, είχαν, ήσαν, οι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abrechnen στα ελληνικά - εκπίπτω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- analphabet στα ελληνικά - αναλφάβητος, αγράμματος, αναλφάβητοι, αναλφάβητους, αναλφάβητο
- dergleichen στα ελληνικά - παρόμοια, παρόμοιες, τα παρόμοια, τα συναφή, τα όμοια
- doppelseitig στα ελληνικά - διμερής, διπλής όψης, διπλής όψεως, δύο όψεων, διπλής, διπλής πλευράς
Τυχαίες λέξεις
Warendepot στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθήκη, ήταν, είχαν, ήσαν, οι
Μεταφράσεις: αποθήκη, ήταν, είχαν, ήσαν, οι