Weh στα ελληνικά
Μετάφραση: weh, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόνος, αλγεινός, τραυματίζω, πονώ, χτυπώ, λαχταρώ, πληγώνω, αλίμονο, θλίψη, θλίψης, ουαί, αλλοίμονο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufgestiegen στα ελληνικά - ανέβηκε, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανέβηκαν, ανήλθε
- beimischungen στα ελληνικά - προσμίξεις, πρόσμικτα, προσμείξεων, προσμίξεων, αναμίξεις
- diapositive στα ελληνικά - διαφανειών
- dollborde στα ελληνικά - κουπαστών, κουπαστή, κουπαστές, gunwales, τις κουπαστές
Τυχαίες λέξεις
Weh στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόνος, αλγεινός, τραυματίζω, πονώ, χτυπώ, λαχταρώ, πληγώνω, αλίμονο, θλίψη, θλίψης, ουαί, αλλοίμονο
Μεταφράσεις: πόνος, αλγεινός, τραυματίζω, πονώ, χτυπώ, λαχταρώ, πληγώνω, αλίμονο, θλίψη, θλίψης, ουαί, αλλοίμονο