Wirkungsvoll στα ελληνικά

Μετάφραση: wirkungsvoll, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραταιός, αποδοτικός, δυνατός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
Wirkungsvoll στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abdunkeln στα ελληνικά - αμαυρώνω, Σκοτείνιασμα, Darken, σκοτείνιασαν, Πιο σκούρο από
  • begrenzbar στα ελληνικά - να περιορίζεται, να περιορίζονται, να περιοριστεί, περιορίζεται, περιορίζονται
  • bewundernde στα ελληνικά - θαυμάζοντας, θαυμάσετε, θαυμάζετε, να θαυμάσετε, θαυμάζουν
  • blanke στα ελληνικά - γυμνός, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού
Τυχαίες λέξεις
Wirkungsvoll στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραταιός, αποδοτικός, δυνατός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές