Beholder στα ελληνικά
Μετάφραση: beholder, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκεύος, βαζάκι, κανάτα, βαρέλι, αγγείο, πλοίο, σκάφος, δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beherske στα ελληνικά - εντολή, διατάζω, προστάζω, προσταγή, έλεγχος, εξουσιάζω, δάσκαλος, ...
- beholde στα ελληνικά - διασώζω, εξακολουθώ, αποκρούω, διάσωση, υποστηρίζω, κατακρατώ, εκτός, ...
- behov στα ελληνικά - απαίτηση, ζητώ, απαιτώ, ανάγκη, ζήτηση, χρειάζομαι, ανάγκες, ...
- behøve στα ελληνικά - χρειάζομαι, παίρνω, απαιτώ, ανάγκη, ρωτώ, πρέπει, χρειάζεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Beholder στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκεύος, βαζάκι, κανάτα, βαρέλι, αγγείο, πλοίο, σκάφος, δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
Μεταφράσεις: σκεύος, βαζάκι, κανάτα, βαρέλι, αγγείο, πλοίο, σκάφος, δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων