Benzin στα ελληνικά

Μετάφραση: benzin, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Benzin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benytte στα ελληνικά - αιτούμαι, βάζω, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, ...
  • benyttelse στα ελληνικά - χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
  • benådning στα ελληνικά - συγχώρηση, χάρη, άφεση, συγχωρώ, συγγνώμη, απονομή χάριτος, χάριτος
  • benægte στα ελληνικά - αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
Τυχαίες λέξεις
Benzin στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη