Βενζίνη στα δανικά
Μετάφραση: βενζίνη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gas, benzin, benzinen, benzin-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βενζίνη
βενζίνη στη βουλγαρία, βενζίνη super lrp, βενζίνη ονειροκρίτης, βενζίνη super, βενζίνη τιμή, βενζίνη λεξικό γλώσσας δανικά, βενζίνη στα δανικά
Μεταφράσεις
- βελτιώνω στα δανικά - meliorate
- βελόνα στα δανικά - nål, kanyle, nålen, kanylen, p
- βεντάλια στα δανικά - ventilator, fan, fan af, ventilatoren, blæser
- βεντούζα στα δανικά - cupping, krumninger, ekskavation, kopformet
Τυχαίες λέξεις
Βενζίνη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gas, benzin, benzinen, benzin-
Μεταφράσεις: gas, benzin, benzinen, benzin-