Bomuld στα ελληνικά
Μετάφραση: bomuld, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακερός, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bombe στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
- bombefly στα ελληνικά - βομβιστής, βομβαρδιστικό, Bomber, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
- bonde στα ελληνικά - χωριάτης, αγρότης, χωρικός, αγροτών, αγρότη, χωρικών
- bondegård στα ελληνικά - αγρόκτημα, σπίτι, ακίνητο, κτήμα, ράντσο, περιουσία, αγροικία, ...
Τυχαίες λέξεις
Bomuld στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακερός, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
Μεταφράσεις: βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακερός, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά