Βαμβακερό στα δανικά

Μετάφραση: βαμβακερό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bomuld, af bomuld
Βαμβακερό στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαμβακερό

βαμβακερό νήμα, βαμβακερό ύφασμα, βαμβακερό κορδόνι, βαμβακερό παιδικό χαλί, βαμβακερό χαλί, βαμβακερό λεξικό γλώσσας δανικά, βαμβακερό στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βαλτός στα δανικά - mose, marsk, Marsh, mosen, marsken
  • βαμβάκι στα δανικά - bomuld, af bomuld
  • βαμβακερός στα δανικά - bomuld, i bomuld, for bomuld, med bomuld, sig med bomuld
  • βανίλια στα δανικά - vanille, vanilje, vanilla
Τυχαίες λέξεις
Βαμβακερό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bomuld, af bomuld