Brug στα ελληνικά

Μετάφραση: brug, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, εργασία, χρήση, εφαρμογή, άσκηση, αίτηση, έθιμο, προσήλωση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Brug στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brudgom στα ελληνικά - γαμπρός, Groom, νεόνυμφων, Γαμπρού, το γαμπρό
  • brudstykke στα ελληνικά - θραύσμα, κομματάκι, αποσπασματικός, αποσπασματική, τμηματική, αποσπασματικά, αποσπασματικές
  • bruge στα ελληνικά - εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, ...
  • brumme στα ελληνικά - γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ, γρύλισμα, βρυχηθμός, βρυχηθμό, γρύλλισμα
Τυχαίες λέξεις
Brug στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, εργασία, χρήση, εφαρμογή, άσκηση, αίτηση, έθιμο, προσήλωση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση