Άσκηση στα δανικά
Μετάφραση: άσκηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øve, praksis, brug, bore, øvelse, motion, udøvelsen, udøvelse, udøve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άσκηση
άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή, άσκηση word, άσκηση σανίδα, άσκηση κέγκελ, άσκηση powerpoint, άσκηση λεξικό γλώσσας δανικά, άσκηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- άσεμνος στα δανικά - ukysk, unchaste, ukyske
- άσθμα στα δανικά - astma, asthma, af astma
- άσκοπος στα δανικά - aimless, formålsløs, planløst, formålsløse, planløse
- άσπλαχνος στα δανικά - ubarmhjertige, ubarmhjertig, gældbundne, nådesløse, unmerciful
Τυχαίες λέξεις
Άσκηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øve, praksis, brug, bore, øvelse, motion, udøvelsen, udøvelse, udøve
Μεταφράσεις: øve, praksis, brug, bore, øvelse, motion, udøvelsen, udøvelse, udøve