Προσήλωση στα δανικά
Μετάφραση: προσήλωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brug, dedikation, engagement, dedikeret, indvielsen, hengivenhed
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσήλωση
προσήλωση ετυμολογία, προσήλωση english, προσηλωση συνώνυμο, προσήλωση στο στόχο, προσήλωση στη μάρκα, προσήλωση λεξικό γλώσσας δανικά, προσήλωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσάρτημα στα δανικά - bilag, vedhæftet fil, fastgørelse, tilknytning, vedhæftede fil, vedhæftet
- προσέγγιση στα δανικά - tilgang, fremgangsmåde, strategi, metode, holdning
- προσήνεια στα δανικά - affability, elskværdighed
- προσανατολίζω στα δανικά - orient, orientere, Orienten, pejlesnor, orientalske
Τυχαίες λέξεις
Προσήλωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brug, dedikation, engagement, dedikeret, indvielsen, hengivenhed
Μεταφράσεις: brug, dedikation, engagement, dedikeret, indvielsen, hengivenhed