Έθιμο στα δανικά

Μετάφραση: έθιμο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brug, sædvane, skik, told, custom, brugerdefinerede, brugerdefineret, Tilpasset
Έθιμο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έθιμο

έθιμο της αγάπης, έθιμο του «κουκουμά» στη σύμη, έθιμο του μάρτη, έθιμο μάρτης, έθιμο χαρταετού, έθιμο λεξικό γλώσσας δανικά, έθιμο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έδρανο στα δανικά - skammel, afføring, ekskrementer, bænk, bærende, betydning, indflydelse, ...
  • έθιμα στα δανικά - told, told-, toldmyndighederne, toldvæsenet, skikke
  • έθνος στα δανικά - folk, nation, nationen, nationens, land, Folk
  • έκβαση στα δανικά - udfald, virkning, konsekvens, resultat, følge, resultatet, resultaterne, ...
Τυχαίες λέξεις
Έθιμο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brug, sædvane, skik, told, custom, brugerdefinerede, brugerdefineret, Tilpasset