Eftergivende στα ελληνικά
Μετάφραση: eftergivende, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιεικής, μακρόθυμος, καλόβολος, βολική, χαλαρός, βολικός, άνετος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- efter στα ελληνικά - έπειτα, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από
- efterabe στα ελληνικά - πίθηκος, μιμούμαι, πίθηκο, πιθήκου, ape
- efterhånden στα ελληνικά - σιγά-, βαθμιαία, προοδευτικά, σταδιακά, προοδευτική, σταδιακή
- efterligne στα ελληνικά - μιμούμαι, μίμος, μιμούνται, μιμητικό, μιμικό, μιμητικού
Τυχαίες λέξεις
Eftergivende στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιεικής, μακρόθυμος, καλόβολος, βολική, χαλαρός, βολικός, άνετος
Μεταφράσεις: επιεικής, μακρόθυμος, καλόβολος, βολική, χαλαρός, βολικός, άνετος