Ejer στα ελληνικά

Μετάφραση: ejer, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτης, χρήσης, Ιδιοκτήτη, ο ιδιοκτήτης, τον ιδιοκτήτη
Ejer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ejendom στα ελληνικά - υπάρχοντα, ιδιοκτησία, σπίτι, περιουσία, κτήμα, ακίνητο, κατοχή, ...
  • ejendommelig στα ελληνικά - ιδιόμορφος, περίεργη, ιδιόμορφη, ιδιόμορφο, περίεργο
  • ekko στα ελληνικά - αντήχηση, αντηχώ, αντιλαλώ, μιμούμαι, ηχώ, ηχούς, echo, ...
  • ekliptika στα ελληνικά - εκλειπτική, εκλειπτικής, ecliptic, εκλειπτικός, της εκλειπτικής
Τυχαίες λέξεις
Ejer στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτης, χρήσης, Ιδιοκτήτη, ο ιδιοκτήτης, τον ιδιοκτήτη