Fordeling στα ελληνικά

Μετάφραση: fordeling, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, διαίρεση, μεραρχία, διχασμός, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Fordeling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fordel στα ελληνικά - πλεονέκτημα, προτέρημα, επωφελούμαι, όφελος, επίδομα, ωφέλεια, οφέλους, ...
  • fordele στα ελληνικά - μοιράζω, απονέμω, διανέμω, οφέλη, παροχές, παροχών, τα οφέλη, ...
  • fordi στα ελληνικά - διότι, γιατί, επειδή, λόγω
  • fordom στα ελληνικά - προκατάληψη, πρόληψη, επιφύλαξη, την επιφύλαξη, Prejudice, Η προκατάληψη
Τυχαίες λέξεις
Fordeling στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, διαίρεση, μεραρχία, διχασμός, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή